κουκουλώνω

κουκουλώνω
και κουκλώνω (Μ κουκουλώνω) [κουκούλα]
καλύπτω, σκεπάζω εντελώς
νεοελλ.
1. περιβάλλω κάποιον με θερμά ενδύματα («κουκουλώθηκα σήμερα, γιατί έχω κρυώσει»)
2. συγκαλύπτω, αποκρύπτω μια κακή πράξη («τό κουκούλωσαν το σκάνδαλο, για να αποφύγουν την επίκριση τού κόσμου»)
3. παντρεύω κάποιον με βία ή με απάτη
4. θάβω («τόν κουκούλωσαν τον νεκρό»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κουκουλώνω — κουκουλώνω, κουκούλωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουκουλώνω — κουκούλωσα, κουκουλώθηκα, κουκουλωμένος 1. σκεπάζω. 2. καταχώνω, θάβω. 3. συγκαλύπτω κακή πράξη, αποσιωπώ. 4. παντρεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουκούλωτος — η, ο 1. αυτός που δεν φορά κουκούλα 2. που δεν σκεπάζεται ή δεν σκεπάστηκε μέχρι το κεφάλι 3. (για πρόσωπα) που δεν παντρεύτηκε αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κουκουλωτός < κουκουλώνω] …   Dictionary of Greek

  • κουκλώνω — βλ. κουκουλώνω …   Dictionary of Greek

  • κουκουλιάζω — [κουκούλι] 1. (για μεταξοσκώληκα) σχηματίζω κουκούλι, μεταβάλλομαι σε βομβύκιο 2. καλύπτω κάποιον από το κεφάλι, κουκουλώνω …   Dictionary of Greek

  • κουκούλωμα — το [κουκουλώνω] 1. κάλυψη, σκέπασμα 2. μτφ. αναγκαστικός γάμος …   Dictionary of Greek

  • μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω …   Dictionary of Greek

  • φασκελοκουκουλώνω — Ν φασκελώνω έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασκελώνω + κουκουλώνω] …   Dictionary of Greek

  • κουκούλωμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουκουλώνω, κάλυψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”